ἀσθενῶς

ἀσθενῶς
(наречие от ἀσυεωής) слабо

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ἀσθενῶς" в других словарях:

  • ἀσθενῶς — ἀσθενής without strength adverbial (attic epic doric) ἀσθενόω weaken pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ησθενημένως — ἠσθενημένως (Μ) επίρρ. με εξαντλημένες δυνάμεις, ασθενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ησθενημένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. ασθενώ] …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λοιμικός — ή, ό (AM λοιμικός, ή, όν) [λοιμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ αὐτοῑς κατάστασιν», Ιπποκρ.) νεοελλ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • νεοδύμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nd. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των Λανθανιδών. Έχει σύμβολο, ατομικό αριθμό 60, ατομικό βάρος 144,27 και επτά ισότοπα. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1885 από τον Άουερ φον… …   Dictionary of Greek

  • παραμαγνητισμός — Ιδιότητα μερικών σωμάτων να μαγνητίζονται ελαφρά όταν βρεθούν σε ένα μαγνητικό πεδίο, κατά τη διεύθυνση αυτού του ίδιου του πεδίου. Η ιδιότητα αυτή οφείλεται στην υπάρχουσα εκ δομής μαγνητική ροπή των ατόμων (ή μορίων) που συγκροτούν τα… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… …   Dictionary of Greek

  • τρίτιο — Βαρύ ισότοπο του υδρογόνου με σύμβολο Η3 (ή Τ3) και ατομικό βάρος 3,01704· παράγεται στα υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, από τα άτομα του αζώτου που βομβαρδίζονται από τα νετρόνια των κοσμικών ακτίνων. Το τ. ενωμένο με το οξυγόνο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»